- μετέχων
- приобщающийся
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μετέχων — μετέχω partake of pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπωσούν — (Α ὅπως οὖν και όπωσοῡν) επίρρ. κατά κάποιο τρόπο, κάπως («ἀναγκάσαντες ἐσβαίνειν ὅστις καὶ ὁπωσοῡν ἐδόκει ἡλικίας μετέχων ἐπιτήδειος εἶναι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπως + οὖν] … Dictionary of Greek
ՀԱՂՈՐԴ — (ի, ից.) NBH 2 0009 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c, 12c ա. ՀԱՂՈՐԴ μέτοχος, μετέχων, κοινωνός particeps, consors, socius եւն. որ եւ ՀԱՂՈՐԴԱԿԻՑ. (Ի համ, որ լինի եւ հան հալ. συν, συλ con, col եւն. եւ կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍԵՂԱՆԱԿԻՑ — (կց, ցաց.) NBH 2 0705 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c ա. ὀμοτράπεζος, τραπέζης μετέχων, ὀμοδίαιτος mensae consors, particpes. Կցորդ նմին սեղանոյ. հացակից. բարձակից. սեղանորդ. *Ընչե՞ղ են, մի թշնամանեսցես զպահսն՝ առնուլ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)